- ἀλειφάς
- ἀλειφάς, άδος, ἡ,A blotting out, erasure,
πρᾶσιν καθαρὰν ἀπὸ ἀλειφάδος καὶ ἐπιγραφῆς PRyl.163.17
(ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρᾶσιν καθαρὰν ἀπὸ ἀλειφάδος καὶ ἐπιγραφῆς PRyl.163.17
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.